- μολγόν
- μολγόςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μολγός — μολγός, ὁ (Α) 1. (στη γλώσσα τών Ταραντίνων) σάκος ή ασκός από δέρμα βοδιού 2. μοχθηρός 3. ακόλαστος, ασελγής 4. (κατά τον Ησύχ.) κλέπτης 5. φρ. α) «μολγὸν γενέσθαι δεῑ σε» πρέπει να σού γδάρουν, να σού αργάσουν το τομάρι, Αριστοφ. β. «μολγὸν… … Dictionary of Greek